Ψυχή
στην ψυχή
της Σοφίας Σιδηροπούλου
της Σοφίας Σιδηροπούλου
Έφυγε ο Αύγουστος και άφησε ενα σακίδιο δώρο
στον Σεπτέμβρη.
Επανω στο σακίδιο ενα σορτσάκι κι ένα
φανελάκι.
Πήρε ο Σεπτέμβρης και το άνοιξε, σκόρπισαν εξω
οι ζεστές μέρες που περίσσεψαν του Αυγούστου και τις παράτησε στόν αντικαταστάτη του.
οι ζεστές μέρες που περίσσεψαν του Αυγούστου και τις παράτησε στόν αντικαταστάτη του.
Απο ψηλά η πανσέληνος έπιασε ενα σύννεφο
βεντάλια και το κουνουσε πέρα δώθε να δροσιστεί.
Άνοιξα την μπαλκονοπορτα και στριφογυρισα στο
κρεβάτι μου.
Ο 768 αρνιόταν επίμονα να περνάει εμπόδια για
να κοιμηθώ και αναγκαστηκα να το κάνω εγώ έτσι που κάποια στιγμη αισθάνθηκα να
χαλαρωνω.
Κάτι σαν ανεμιστήρας ψηλα απο το ταβάνι, ανακατευε τον πηχτό ζεστό αέρα και πετάχτηκα γιατί συνοδευόταν και απο ενα λευκό φως.
- Μα σε άφησα στη Σύρο ψυχή
- Είμαι παντού, είπε και κούνησε τα μεγάλα άσπρα της φτερά. Έλα ανέβα στα φτερά μου
- Ξέρω, είπα, το μέσον που με πηγαινει στο φεγγαρι αλλάζει κάθε φορά.
Ξάπλωσα στο σώμα της και άρχισε να μεγαλωνει η Πανσέληνος δείγμα οτι πετούσαμε πρός τά κεί.
Όλο το πέτρινο σώμα της ψυχής έχασε μονομιάς το βάρος του μαζί και το δικο μου σώμα.
Κάτι σαν ανεμιστήρας ψηλα απο το ταβάνι, ανακατευε τον πηχτό ζεστό αέρα και πετάχτηκα γιατί συνοδευόταν και απο ενα λευκό φως.
- Μα σε άφησα στη Σύρο ψυχή
- Είμαι παντού, είπε και κούνησε τα μεγάλα άσπρα της φτερά. Έλα ανέβα στα φτερά μου
- Ξέρω, είπα, το μέσον που με πηγαινει στο φεγγαρι αλλάζει κάθε φορά.
Ξάπλωσα στο σώμα της και άρχισε να μεγαλωνει η Πανσέληνος δείγμα οτι πετούσαμε πρός τά κεί.
Όλο το πέτρινο σώμα της ψυχής έχασε μονομιάς το βάρος του μαζί και το δικο μου σώμα.
Λαφρωσε η ψυχή μου και δεν ξεχώριζε πιά απ την
ψυχή. Ψυχή στήν ψυχή. Τα φτερά της, με αμυδρά γαλάζια στίγματα κάτασπρα στην
τεράστια επιφάνεια τους σαν το γάλα. Κάτασπρα σάν το γάλα. Σάν το γάλα. Το
γάλα. Γάλα...
Στο μικρό κουζινακι, έχει πέσει το σούρουπο και οι σκιές έχουν μεγαλώσει, η μητέρα ανάβει την λάμπα και ξανακάθεται στον αργαλειό, η φλοκάτη που υφαίνει κατάλευκη.
Στο μικρό κουζινακι, έχει πέσει το σούρουπο και οι σκιές έχουν μεγαλώσει, η μητέρα ανάβει την λάμπα και ξανακάθεται στον αργαλειό, η φλοκάτη που υφαίνει κατάλευκη.
Στο πετρογκαζ βράζει το γάλα και η γλυκιά του
μυρωδιά έχει ποτίσει την ατμόσφαιρα.
Είμαστε καθισμένα στο τραπέζι και περιμένουμε να κρυώσει το γάλα, η αθώα, εγώ και ο Ταρζάν.
Είμαστε καθισμένα στο τραπέζι και περιμένουμε να κρυώσει το γάλα, η αθώα, εγώ και ο Ταρζάν.
Η γιαγιά βάζει το γάλα στα πιάτα μας και
τελετουργικά μοιράζει το καϊμάκι. Μια κουταλιά στην αθώα μια σε μένα και δυο
στον Ταρζάν.
Η συνηθισμένη διαμαρτυρία της αθώας και εμού
γιατί σ αυτον δυο; και η συνηθισμένη απάντηση της γιαγιάς: - αυούτος αγουρος εν
(αυτός είναι αγόρι)
Σήμερα εβρασα γάλα, αληθινό γάλα σαν εκείνο που όταν το βραζαμε μύριζε το κουζινακι μας ζωή!!. Κράτησα το καϊμάκι, το κράτησα, σκέφτηκα οτι οι ψυχές μπορεί να έχουν ανάγκη απο το λευκό του και απο την γλύκα του και απο τις αναμνήσεις.
Το κράτησα για σένα... ψυχή στην ψυχή
Σήμερα εβρασα γάλα, αληθινό γάλα σαν εκείνο που όταν το βραζαμε μύριζε το κουζινακι μας ζωή!!. Κράτησα το καϊμάκι, το κράτησα, σκέφτηκα οτι οι ψυχές μπορεί να έχουν ανάγκη απο το λευκό του και απο την γλύκα του και απο τις αναμνήσεις.
Το κράτησα για σένα... ψυχή στην ψυχή