Όχι λίγες φορές και
όχι πολύ μακριά από την Αθήνα, έστεκα εκστατικός μπροστά στην γκαλερύ της
φύσης, στις διαβατικές τοιχογραφίες που σπάνια κατάφερνα να διαφυλάξω –όντας
κακός φωτογράφος… Μέσα σε αυτές τις ζεύξεις –χώρος + καιρός– προσλάμβανα κι εγώ
τα αχανή μεγέθη του κόσμου, την υπεροχή του λεγόμενου «σύμπαντος»[10] απέναντι
σε κάθε τι προσωπικό και υποκειμενικό: Προσλάμβανα αυτό που δημιουργούσε
μελαγχολία και πεσιμισμό σε πολλούς, για την «αποκαρδιωτική προσωρινότητα»,
σύμφωνα με την έκφραση ενός ψυχαναλυτή που συνέταξε ένα υπέροχο βιβλίο για τον
αστικό χώρο.[11] Για την προσωρινότητα ενός κόσμου που προοριζόταν να χαθεί
μέσα σε ένα πλανητικό περίγυρο μεταβατικό, χωρίς να μας κάνει λόγω αυτής της
ολικής απώλειας πιο στοχαστικούς και επιεικείς, κατά πως έλεγε ο στοχαστής
Εντγκάρ Μορέν.[12] Όμως, απέστρεφα το νου μου από το γίγνεσθαι με τις «εσχατο-22 λογίες» και όλο τον πεσιμισμό που προκαλούσε, και εντρυφούσα στο
φαίνεσθαι. Και μέσα από τα μικρογεγονότα και τα μικροσκηνικά της ζωής που
απολάμβανα, διέβλεπα μια αόριστη σχέση με το γνωμικό ενός Ιταλού διανοούμενου
σε συνέδριο στη Φλωρεντία: «Ο θεός έπλασε τη γάτα για να μπορεί ο άνθρωπος να
χαϊδεύει την τίγρη».[13] Κάπως έτσι κι εγώ, μέσα από τα μικρά και προσαρμοσμένα
στα μέτρα μου, μέσα από την Αττική κι όχι από τα Ιμαλάϊα, μέσα από τον Ευβοϊκό
κόλπο κι όχι από τον Ειρηνικό ωκεανό, μέσω μιας γάτας που δεν ήταν τίγρης,
μπορούσα να προσλαμβάνω αυτό το απείρως μεγαλύτερο, που ήταν η Ελλάδα, τα
Βαλκάνια, η Ευρώπη, η γαία, το ηλιακό σύστημα, τα άγρια ζώα, το μεγαπεριβάλλον
του μικροπεριβάλλοντός μας…